- κυλινδρόμυλος
- ομύλος που αλέθει το σιτάρι με εφαπτόμενους περιστρεφόμενους μηχανικούς κυλίνδρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + μύλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυλινδρόμυλος — ο ο μύλος που αλέθει με κυλίνδρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλεση — Αναγωγή των στερεών υλικών σε έναν ορισμένο βαθμό λεπτότητας κόκκων, με μηχανική κατεργασία. Με την ά. προετοιμάζονται τα διάφορα υλικά, ώστε να δεχτούν στη συνέχεια ειδικές χημικές κατεργασίες, να μετατραπούν σε εμπορικά προϊόντα, να μεταφερθούν … Dictionary of Greek
κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… … Dictionary of Greek
υδρόμυλος — ο μύλος υδροκίνητος, που κινείται με τη ροή ή την πτώση νερού, νερόμυλος (πρβλ. κυλινδρόμυλος, ανεμόμυλος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)